πολλοστος

πολλοστος
    πολλοστός
    3
    1) составляющий весьма малую долю, малейший, мельчайший
    

(μόριον Thuc.; μέρος Xen.)

    τὰ πολλοστὰ σκληρότητι Plat. — наименее твердые (тела)

    2) один из многих, т.е. рядовой, обыкновенный
    

π. ὢν τῶν Συρακοσίων Isocr. — простой сиракузец

    3) продолжительный, долгий
    

πολλοστῷ χρόνῳ Arph., Dem., Men. — спустя долгое время


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πολλοστος" в других словарях:

  • πολλοστός — far on in the ordinal series first masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστός — ή, ό / πολλοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που αποτελεί το ελάχιστο μέρος ενός όλου («κίνησις... δευτέρα τε καὶ ὁπόσων ἀριθμῶν βούλοιτο ἄν τις ἀριθμεῑν αὐτήν πολλοστήν τοσούτων», Πλάτ.) νεοελλ. τελευταίος από ή σε μια σειρά («σού τό επαναλαμβάνω για… …   Dictionary of Greek

  • πολλοστός — ή, ό ο ένας από τους πολλούς, ο τελευταίος απ όλους: Το λέω για πολλοστή φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολλοστά — πολλοστός far on in the ordinal series first neut nom/voc/acc pl πολλοστά̱ , πολλοστός far on in the ordinal series first fem nom/voc/acc dual πολλοστά̱ , πολλοστός far on in the ordinal series first fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστῶν — πολλοστός far on in the ordinal series first fem gen pl πολλοστός far on in the ordinal series first masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστόν — πολλοστός far on in the ordinal series first masc acc sg πολλοστός far on in the ordinal series first neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοσταῖς — πολλοστός far on in the ordinal series first fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοσταί — πολλοστός far on in the ordinal series first fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστοῖς — πολλοστός far on in the ordinal series first masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστοί — πολλοστός far on in the ordinal series first masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλοστοῦ — πολλοστός far on in the ordinal series first masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»